- αποσπερματιζω
- ἀποσπερματίζωἀπο-σπερματίζωизливать семя Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποσπερματίζω — pres subj act 1st sg ἀποσπερματίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσπερματίζω — (Α ἀποσπερματίζω κ. σπερμαίνω) (για άντρα) εκσπερματώνω … Dictionary of Greek
αποσπερματίζω — ισα, βγάζω σπέρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσπερματίζει — ἀποσπερματίζω pres ind mp 2nd sg ἀποσπερματίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπερματίζουσιν — ἀποσπερματίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσπερματίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπερματίζειν — ἀποσπερματίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπερματίζων — ἀποσπερματίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπερματίσαντος — ἀποσπερματίζω aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκποιώ — ( έω) (AM ἐκποιῶ) πουλάω αναγκαστικά, ξεπουλάω μσν. 1. καθιστώ 2. μέσ. γίνομαι αρχ. 1. κάνω κάποιον να απομακρυνθεί ή να βγει από κάπου 2. δίνω το παιδί μου για υιοθεσία 3. αποσπερματίζω 4. παράγω, γεννώ 5. κατασκευάζω, εκτελώ 6. προμηθεύω,… … Dictionary of Greek
εκσπερματίζω — (AM ἐκσπερματίζω) εκβάλλω σπέρμα, χύνω, αποσπερματίζω νεοελλ. (μέσ., ομαι) παθαίνω στον ύπνο εκσπερμάτιση αρχ. (για γυναίκα) συλλαμβάνω … Dictionary of Greek
ἀποσπερματίσας — ἀποσπερματίσᾱς , ἀποσπερματίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)